- πιστολίζω
- και μπιστολίζω, Ν [πιστόλι]πυροβολώ κάποιον με πιστόλι, ρίχνω πιστολιές εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιστολίζω — πιστόλισα, πιστολίστηκα, πιστολισμένος, πυροβολώ με πιστόλι: Κάποιος με πιστόλισε αργά τη νύχτα στο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπουριάζω — πυροβολώ με κουμπούρα, πιστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουμπούρα ή κουμπούρι] … Dictionary of Greek
μπιστολίζω — βλ. πιστολίζω … Dictionary of Greek
πιστολισμός — ο, Ν [πιστολίζω] η βολή ή ο κρότος βάλλοντος πιστολιού, πιστολιά … Dictionary of Greek